1887-1951
Ο Ιωάννης Σοφιανόπουλος του Ανδρέα γεννήθηκε στο Σοπωτό Καλαβρύτων το 1887. Έκανε νομικές σπουδές και ξεκίνησε να ασκεί τη δικηγορία συνεργαζόμενος με τον μετέπειτα πρωθυπουργό Ανδρέα Μιχαλακόπουλο. Με την έναρξη του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου, ο Ι. Σοφιανόπουλος ανέλαβε το 1912 διευθυντής του Γραφείου Τύπου του Γενικού Επιτελείου Στρατού υπό τον Εμμανουήλ Ρεπούλη και εντάχθηκε στο Κόμμα Φιλελευθέρων (ΚΦ). Μετά το τέλος του πολέμου διορίστηκε διαδοχικά ειδικός σύμβουλος στη διαχάραξη των ελληνο-σερβικών συνόρων, γενικός γραμματέας του Δήμου Αθηναίων το 1914 και γενικός γραμματέας του Υπουργείου Εσωτερικών και στη συνέχεια Εθνικής Οικονομίας. Στο Συνέδριο Ειρήνης στο Παρίσι το 1918 ο Ι. Σοφιανόπουλος συμμετείχε ως σύμβουλος της ελληνικής αντιπροσωπείας στην επιτροπή επεξεργασίας του Χάρτη Εργασίας, ενώ τον επόμενο χρόνο μετέβη στην Ουάσινγκτον ως επικεφαλής της ελληνικής αντιπροσωπείας στο Διεθνές Εργατικό Συνέδριο.
Μετά την ήττα του ΚΦ στις εκλογές του 1920 ο Ι. Σοφιανόπουλος απομακρύνθηκε από το κόμμα. Το 1924 επισκέφθηκε την Σοβιετική Ένωση και δημοσίευσε σειρά άρθρων στο Ελεύθερον Βήμα. Συνέχισε τα ταξίδια στη Βαλκανική Χερσόνησο το 1926 προκειμένου να αποκτήσει προσωπική εμπειρία των προβλημάτων της περιοχής και επισκέφτηκε τη Γιουγκοσλαβία, τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία, ενώ επιστρέφοντας δημοσίευσε επίσης στο Ελεύθερον Βήμα σειρά άρθρων, τα οποία εκδόθηκαν τον επόμενο χρόνο σε αυτοτελή τόμο υπό τον τίτλο «Πώς είδα την Βαλκανική». Ο Ι. Σοφιανόπουλος πολιτεύθηκε πρώτη φορά στις εκλογές του 1926 στην περιφέρεια τέως Δήμου Αθηναίων με το Ριζοσπαστικό Κόμμα Λαϊκής Κυριαρχίας χωρίς να εκλεγεί.
Στη συνέχεια, ο Ι. Σοφιανόπουλος συγκρότησε το Αγροτικό Κόμμα το 1930, επιδιώκοντας να εκφράσει μέρος του αγροτικού κινήματος, το οποίο δεν είχε προσχωρήσει στο Αγροτικό και Εργατικό Κόμμα του Αλέξανδρου Παπαναστασίου. Στις εκλογές του 1932 το Αγροτικό Κόμμα συμμετείχε αυτόνομα και ο Ι. Σοφιανόπουλος εξελέγη πρώτη φορά βουλευτής Σερρών, αναλαμβάνοντας παράλληλα την κοινοβουλευτική εκπροσώπηση του κόμματος, αλλά και την αρχηγία. Το Αγροτικό Κόμμα συμμετείχε αυτόνομα και στις επόμενες εκλογές του 1933, επιτυγχάνοντας να καταλάβει δύο έδρες χωρίς ο ίδιος ο Ι. Σοφιανόπουλος να εκλεγεί. Ωστόσο, συνεργάστηκε με το ΚΦ στην επαναληπτική εκλογή στην περιφέρεια Σερρών, που διεξήχθη στις 23 Απριλίου 1933, και ο Ι. Σοφιανόπουλος εξελέγη βουλευτής.
Συμμετείχε στο βενιζελικό κίνημα του 1935 και μετά την αποτυχία του ο Ι. Σοφιανόπουλος καταδικάστηκε σε ισόβια ερήμην, καθώς είχε διαφύγει στο Παρίσι. Η αναγνώριση του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος και της παλινόρθωσης του βασιλιά Γεωργίου Β΄ από τον Ελ. Βενιζέλο προκάλεσε την αντίδραση του Ι. Σοφιανόπουλου, ο οποίος διέκοψε οριστικά τις επαφές του με το ΚΦ. Επέστρεψε στην Ελλάδα μετά την χορήγηση αμνηστίας και πολιτεύθηκε με το Αγροτικό Κόμμα, χωρίς να εκλεγεί.
Με την επιβολή της δικτατορίας από τον Ιωάννη Μεταξά, ο Ι. Σοφιανόπουλος εξορίστηκε στην Ανάφη μαζί με τον Αλέξανδρο Σβώλο. Απελευθερώθηκε το 1937 και διέφυγε στο Παρίσι όπου συγκρότησε μια ομάδα με στόχο την ανατροπή της δικτατορίας με στρατιωτικό πραξικόπημα υπό την ηγεσία του Νικόλαου Πλαστήρα και απέκτησε επαφή μέσω του Γεώργιου Βεντήρη με αντιδικτατορικούς κύκλους των Αθηνών.
Επέστρεψε στην Ελλάδα λίγο πριν την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου και παρέμεινε στην Αθήνα κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Παρά τις προσπάθειες προσέγγισης από το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ) δεν εντάχθηκε, ενώ αρνήθηκε και την προεδρία της Πολιτικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθερώσης (ΠΕΕΑ). Συνελήφθη και κρατήθηκε στις φυλακές Αβέρωφ από τον Μάρτιο έως τον Μάϊο του 1943. Μετά την απελευθέρωσή του ο Ι. Σοφιανόπουλος συγκρότησε πολιτική ομάδα υπό την ονομασία «Νεοδημοκρατική Ένωσις Αριστερών», η οποία δεν ανέπτυξε όμως κάποια δράση. Στη συνέχεια, διέφυγε στη Μέση Ανατολή, όπου έλαβε μέρος στο Συνέδριο του Λιβάνου ως επικεφαλής της πολιτικής του ομάδας.
Μεταπολεμικά, ο Ι. Σοφιανόπουλος ανέλαβε την προεδρία στη Διάσκεψη της Βάρκιζας και συνυπέγραψε τη Συμφωνία μεταξύ των κυβερνητικών δυνάμεων και του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου. Μετά το τέλος των Δεκεμβριανών, ανέλαβε υπουργός Εξωτερικών (3.1.1945-9.4.1945) στην κυβέρνηση του Νικόλαου Πλαστήρα, θέση που διατήρησε και στην αμέσως επόμενη κυβέρνηση του Πέτρου Βούλγαρη (9.4.1945-24.7.1945) και εκπροσώπησε την Ελλάδα στη Συνδιάσκεψη του Αγίου Φραγκίσκου. Παραιτήθηκε από την κυβέρνηση αμέσως μετά την επιστροφή του από τη διάσκεψη, διαχωρίζοντας τη θέση του από την πολιτική που ακολουθούσε η κυβέρνηση στο ζήτημα της λευκής τρομοκρατίας, ενώ ζητούσε τη συμμετοχή του ΕΑΜ για τον σχηματισμό αντιπροσωπευτικής κυβέρνησης, προκρίνοντας τη συνεργασία των δημοκρατικών πολιτικών δυνάμεων με το ΚΚΕ στο πολιτειακό. Στην κυβέρνηση που σχημάτισε ο Θεμιστοκλής Σοφούλης, τον Νοέμβριο του 1945, τερματίζοντας την πολύμηνη κυβερνητική κρίση του φθινοπώρου, ο Ι. Σοφιανόπουλος ανέλαβε καθήκοντα υπουργού Εξωτερικών (22.11.1945-29.1.1946).
Στη συνέχεια, ο Ι. Σοφιανόπουλος σχημάτισε το κόμμα της Ένωσης Δημοκρατικών Αριστερών, το οποίο αποτέλεσε μετεξέλιξη της πολιτικής ομάδας που είχε συγκροτήσει ήδη από την Κατοχή. Δεν έλαβε μέρος στις εκλογές του 1946, επιλέγοντας την αποχή, ενώ συντάχθηκε με το ΕΑΜ στην υποστήριξη της Δημοκρατίας στο δημοψήφισμα της 1ης Σεπτεμβρίου 1946. Έπειτα από την παλινόρθωση της μοναρχίας, ο Ι. Σοφιανόπουλος ταξίδεψε στο Λονδίνο και παρέμεινε στο εξωτερικό μέχρι το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου και επέστρεψε τον Ιανουάριο του 1950. Εν όψει των εκλογών του Μαρτίου συγκρότησε τον εκλογικό συνασπισμό της Δημοκρατικής Παράταξης ως επικεφαλής της Ένωσης Δημοκρατικών Αριστερών μαζί με το Κόμμα Αριστερών Φιλελευθέρων υπό τους Νεόκοσμο Γρηγοριάδη και Σταμάτη Χατζήμπεη και το Σοσιαλιστικό Κόμμα – ΕΛΔ υπό τον Αλέξανδρο Σβώλο, αποτελώντας ουσιαστικά έκφραση των πολιτικών δυνάμεων του ΕΑΜ, εκτός του ΚΚΕ, και τον μοναδικό αριστερό σχηματισμό στις εκλογές. Ο Ι. Σοφιανόπουλος εξελέγη βουλευτής Αθηνών στις εκλογές και στις 10 Μαΐου 1950 προχώρησε σε δήλωση συμπράξεως της κοινοβουλευτικής ομάδας της Ένωσης Δημοκρατικών Αριστερών με τους Αριστερούς Φιλελεύθερους.
Ο Ι. Σοφιανόπουλος απεβίωσε λίγες μέρες πριν τη λήξη της κοινοβουλευτικής περιόδου από καρδιακή προσβολή, στις 27 Ιουλίου 1951, ενώ βρισκόταν σε συνομιλίες για μια εκλογική συμμαχία με την ΕΠΕΚ ή για την προσχώρηση της Ένωσης Δημοκρατικών Αριστερών στην Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά εν όψει των εκλογών του Σεπτεμβρίου.