1888-1968
Ο Γεώργιος Παπανδρέου του Ανδρέα γεννήθηκε στο Καλέντζι Αχαΐας το 1888. Ακολούθησε νομικές σπουδές στην Αθήνα όπου συνελήφθη και φυλακίστηκε το 1907 για τη συμμετοχή του σε φοιτητικές κινητοποιήσεις. Το 1911 συνέχισε τις σπουδές του στο Βερολίνο, επανήλθε όμως στην Ελλάδα για να λάβει μέρος στους Βαλκανικούς Πολέμους, και ολοκλήρωσε τις σπουδές του στη συνέχεια.
Εντάχθηκε πολιτικά στο Κόμμα Φιλελευθέρων (ΚΦ) και το 1915 διορίστηκε νομάρχης Λέσβου και στη συνέχεια ανέλαβε διευθυντής του πολιτικού γραφείου του Ελευθέριου Βενιζέλου. Έλαβε μέρος στο κίνημα της Εθνικής Άμυνας και διορίστηκε το 1916 κυβερνητικός επίτροπος στη Λέσβο και το 1919 τοποθετήθηκε Γενικός Διοικητής Αιγαίου με έδρα την Χίο. Στις εκλογές του 1920, ο Γ. Παπανδρέου πολιτεύθηκε στην περιφέρεια Λέσβου ως ανεξάρτητος συνεργαζόμενος με το ΚΦ, καθώς δε συμπεριλήφθηκε στον επίσημο συνδυασμό του κόμματος στο νησί , χωρίς να εκλεγεί. Μετά την ήττα του ΚΦ στις εκλογές και την παλινόρθωση του βασιλιά κατέφυγε στην Κωνσταντινούπολη για να αποφύγει τη δίωξή του. Επέστρεψε στη Λέσβο ένα χρόνο αργότερα και δημοσίευσε άρθρο, ζητώντας την παραίτηση του βασιλιά, με αποτέλεσμα την παραπομπή του σε στρατοδικείο και τη δεκαοκτάμηνη φυλάκισή του στις φυλακές Αβέρωφ.
Έλαβε μέρος στο στρατιωτικό κίνημα του Νικόλαου Πλαστήρα και του Στυλιανού Γονατά, που ξέσπασε αμέσως μετά τη ήττα των ελληνικών δυνάμεων στη Μικρασιατική Εκστρατεία και ανέλαβε πολιτικός σύμβουλος της Επαναστατικής Επιτροπής, συντάσσοντας το κείμενο του διαγγέλματος και το κατηγορητήριο, με το οποίο παραπέμφθηκαν σε δίκη οι πολιτικοί και στρατιωτικοί κατηγορούμενοι για την αποτυχία της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Στη συνέχεια, ανέλαβε υπουργός Εσωτερικών (9.1.1923-18.10.1923) στην επαναστατική κυβέρνηση του Στυλιανού Γονατά. Στις εκλογές του 1923 πολιτεύθηκε ως επικεφαλής βενιζελικού συνδυασμού στην περιφέρεια Λέσβου και εξελέγη βουλευτής. Μετά την ανακήρυξη της Δημοκρατίας, το 1924, ανέλαβε γενικός εισηγητής της συνταγματικής επιτροπής της Δ΄ Συντακτικής Συνέλευσης και υπουργός Εθνικής Οικονομίας (15.6.1925-26.6.1925) στην κυβέρνηση του Ανδρέα Μιχαλακόπουλου. Αρνήθηκε να δώσει ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση του Θεόδωρου Πάγκαλου και μετά την επιβολή δικτατορίας από τον τελευταίο συνελήφθη και εκτοπίστηκε στην Άνδρο και στη Νάξο. Στις εκλογές του 1926 πολιτεύθηκε στην περιφέρεια Λέσβου με την Ένωση Φιλελευθέρων και εξελέγη βουλευτής. Στις εκλογές του 1928 εξελέγη στην ίδια περιφέρεια με το ΚΦ και ανέλαβε υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων (2.1.1930-26.5.1932) στην κυβέρνηση του Ελ. Βενιζέλου. Επανεξελέγη με το ΚΦ στις εκλογές του 1932 και του 1933 και ανέλαβε υπουργός Συγκοινωνιών (16.1.1933-6.3.1933) στη βραχύβια κυβέρνηση του Ελ. Βενιζέλου. Το 1935 αποχώρησε από το ΚΦ, έχοντας εκφράσει εξ αρχής τη διαφωνία του με την εκδήλωση στρατιωτικού κινήματος και συγκρότησε το Δημοκρατικό Κόμμα. Μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα του Οκτωβρίου 1935, το οποίο υποχρέωσε σε παραίτηση την κυβέρνηση του Παναγή Τσαλδάρη, ο Γ. Παπανδρέου συνέταξε μαζί με άλλους δημοκρατικούς πολιτικούς αρχηγούς διάγγελμα προς τον έκπτωτο βασιλιά Γεώργιο με αίτημα να μην αναγνωρίσει το αποτέλεσμα του νόθου δημοψηφίσματος που διεξήγαγε η κυβέρνηση του Γεώργιου Κονδύλη, στις 3 Νοεμβρίου 1935. Η δημοσίευση του υπομνήματος οδήγησε στην σύλληψη και στην εξορία του στη Μύκονο, από την οποία επέστρεψε μετά την παλινόρθωση του βασιλιά και την απόδοση χάριτος. Πολιτεύθηκε στις εκλογές του 1936 σχηματίζοντας τον Δημοκρατικό Συνασπισμό με το Εργατικό Αγροτικό Κόμμα υπό τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου και το Προοδευτικό Κόμμα υπό τον Γεώργιο Καφαντάρη και εξελέγη βουλευτής στην περιφέρεια Λέσβου. Ο Γ. Παπανδρέου αρνήθηκε να δώσει ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση του Ιωάννη Μεταξά και μετά την επιβολή της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου συνυπέγραψε υπομνήματα προς τον βασιλιά καταγγέλλοντας το καθεστώς, με αποτέλεσμα να εξοριστεί το 1938 αρχικά στα Κύθηρα και έπειτα στην Άνδρο.
Στην Κατοχή ο Γ. Παπανδρέου επέστρεψε στην Αθήνα και συμμετείχε στην έκδοση της παράνομης εφημερίδας Ελευθερία, με αποτέλεσμα τη σύλληψή του και την φυλάκισή του στις φυλακές Αβέρωφ το 1942. Τον Απρίλιο του 1944 μετέβη στο Κάιρο και ανέλαβε πρωθυπουργός (26.4.1944-24.5.1944), διατηρώντας και το Υπουργείο Εξωτερικών (26.4.1944-24.5.1944), αλλά δεν κατάφερε να συγκροτήσει κυβέρνηση αμέσως, λόγω της άρνησης των βενιζελικών πολιτικών να συμμετάσχουν στην κυβέρνησή του. Παρά τις αντιδράσεις και σε συνεργασία με τον Βρετανό πρέσβη στη Μέση Ανατολή, Reginald Scobie, ο Γ. Παπανδρέου διοργάνωσε το Συνέδριο του Λιβάνου και στη συνέχεια σχημάτισε κυβέρνηση, διατηρώντας το Υπουργείο Εξωτερικών (24.5.1944-18.10.1944) μέχρι την Απελευθέρωση από τις γερμανικές δυνάμεις Κατοχής και την επιστροφή της εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης.
Μετά την Απελευθέρωση ο Γ. Παπανδρέου διατήρησε την πρωθυπουργία (18.10.1944-3.1.1945. Στις εκλογές του 1946 πολιτεύθηκε επικεφαλής του Δημοκρατικού Σοσιαλιστικού Κόμματος (μετεξέλιξη του Δημοκρατικού Κόμματος) συμμετέχοντας στον συνασπισμό της Εθνικής Πολιτικής Ένωσης και εξελέγη βουλευτής Λέσβου. Ανέλαβε υπουργός άνευ Χαρτοφυλακίου (4.4.1946-18.4.1946) στη βραχύβια κυβέρνηση του Παναγιώτη Πουλίτσα. Στο δημοψήφισμα της 1ης Σεπτεμβρίου 1946 τάχθηκε υπέρ της αβασίλευτης δημοκρατίας, αναγνώρισε ωστόσο το αποτέλεσμα. Στην επτακομματική κυβέρνηση υπό τον Δημήτριο Μάξιμο ανέλαβε υπουργός Εθνικής Οικονομίας (24.1.1947-27.1.1947) και στη συνέχεια υπουργός Εσωτερικών (27.1.1947-29.8.1947). Απέσυρε την υποστήριξή του από την κυβέρνηση οριστικά το καλοκαίρι του 1947 καταγγέλλοντας την πολιτική του Ναπολέοντα Ζέρβα στο Υπουργείο Δημόσιας Τάξης μαζί με τον Σοφοκλή Βενιζέλο και τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο.
Στις εκλογές του 1950 πολιτεύθηκε με το Κόμμα Γεωργίου Παπανδρέου (προσωρινή εκλογική μετονομασία του ΔΣΚ) και εξελέγη στην περιφέρεια Λέσβου. Υποστήριξε την κυβέρνηση που σχημάτισε ο Νικόλαος Πλαστήρας και ανέλαβε αντιπρόεδρος του υπουργικού Συμβουλίου (15.4.1950-21.8.1950), υπουργός Εσωτερικών (15.4.1950-5.7.1950) και υπουργός Δημοσίας Τάξεως (5.7.1950-21.8.1950). Συμμετείχε επίσης στις κυβερνήσεις του Σοφοκλή Βενιζέλου που διαδέχθηκαν την παραίτηση της κυβέρνησης Ν. Πλαστήρα, αναλαμβάνοντας ξανά αντιπρόεδρος Υπουργικού Συμβουλίου και υπουργός άνευ Χαρτοφυλακίου (28.8.1950-13.9.1950, 13.9.1950-3.11.1950 και 3.11.1950-4.7.1951) και αντιπρόεδρος Υπουργικού Συμβουλίου, υπουργός Συντονισμού και υπουργός Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας (1.2.1951-4.7.1951). Στις εκλογές του 1951 πολιτεύθηκε στις περιφέρειες Αχαΐας και πρώην Δήμου Αθηναίων χωρίς να εκλεγεί. Εν όψει των εκλογών του 1952 ο Γ. Παπανδρέου αποφάσισε την εκλογική συνεργασία με τον Ελληνικό Συναγερμό υπό τον Αλέξανδρο Παπάγο, συμμετέχοντας στον συνδυασμό της περιφέρειας Πατρών και εξελέγη βουλευτής. Ωστόσο με την έναρξη των κοινοβουλευτικών διαδικασιών δήλωσε ανεξάρτητος και κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΔΣΚ. Στις 10 Μαΐου 1953 προσχώρησε στο ΚΦ, αναλαμβάνοντας την ηγεσία του από κοινού με τον Σοφ. Βενιζέλο, την οποία διατήρησε και μετά την αποχώρηση του τελευταίου τον Απρίλιο του 1955. Εν όψει των εκλογών του 1956 συμμετείχε ως επικεφαλής του ΚΦ στον συνασπισμό της Δημοκρατικής Ένωσης, στις οποίες πολιτεύθηκε και εξελέγη βουλευτής στην περιφέρεια Αχαΐας. Στις εκλογές του 1958 επανεξελέγη στην ίδια περιφέρεια με το ΚΦ. Στις 9 Δεκεμβρίου 1958 αποχώρησε επίσημα από το ΚΦ, διαφωνώντας με την πολιτική κατεύθυνση του κόμματος, όπως αυτή εκφραζόταν από τον Σοφ. Βενιζέλο, ο οποίος είχε επανέλθει στην ηγεσία του κατά το προηγούμενο έτος, και παρέμεινε ανεξάρτητος στο Κοινοβούλιο. Στις 25 Απριλίου 1959 ανακοίνωσε τη συγκρότηση του Φιλελεύθερου Δημοκρατικού Κόμματος, το οποίο μετεξελίχθηκε στις 11 Φεβρουαρίου 1961 στο Δημοκρατικό Κέντρο – ΑΦΕ (Αγροτική Φιλελευθέρα Ενώση), αναλαμβάνοντας επίσης επικεφαλής.
Εν όψει των εκλογών του 1961 ανέλαβε την πρωτοβουλία συγκρότησης της Ένωσης Κέντρου (ΕΚ), στην οποία προσχώρησαν όλα τα κόμματα της παράταξης του Κέντρου, και σχημάτισε τον εκλογικό συνασπισμό Ένωσης Κέντρου-Κόμματος Προοδευτικών, πολιτευόμενος στην περιφέρεια Αχαΐας, όπου εξελέγη βουλευτής. Η εκλογική επικράτηση της Εθνικής Ριζοσπαστικής Ένωσης (ΕΡΕ) υπό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή καταγγέλθηκε από τον Γ. Παπανδρέου ως προϊόν «βίας και νοθείας». Η ΕΚ αρνήθηκε να παρευρεθεί στην ομιλία του βασιλιά κατά την έναρξη των κοινοβουλευτικών εργασιών και ο Γ. Παπανδρέου εγκαινίασε δημόσια τον «Ανένδοτο Αγώνα». Στις εκλογές του 1963 η Ένωση Κέντρου αναδείχθηκε πρώτο κόμμα και ο ίδιος εξελέγη βουλευτής Αχαΐας. Σχημάτισε κυβέρνηση, αναλαμβάνοντας την πρωθυπουργία καθώς και Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων (8.11.1963-31.12.1963). Στις εκλογές του 1964 η Ένωση Κέντρου αναδείχθηκε πρώτο κόμμα και ο Γ. Παπανδρέου σχημάτισε κυβέρνηση, διατηρώντας το Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων (19.2.1964-15.7.1965). Στις 15 Ιουλίου 1965 υπέβαλε την παραίτησή του εξαιτίας της πολιτική σύγκρουσής του με τον βασιλιά Κωνσταντίνο, η οποία προκάλεσε την κυβερνητική κρίση.
Με την επιβολή της δικτατορίας της 21ης Απριλίου 1967, ο Γ. Παπανδρέου συνελήφθη και τέθηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό στο Καστρί. Ο Γεώργιος Παπανδρέου απεβίωσε την 1η Νοεμβρίου 1968 και η κηδεία του αποτέλεσε την πρώτη μαζική έκφραση πολιτικής αντίδρασης στη δικτατορία.