1902-1986
Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος του Κανέλλου, γόνος πολιτικής οικογένειας της Αχαΐας και ανιψιός του πρωθυπουργού Δημήτριου Γούναρη, γεννήθηκε στην Πάτρα το 1902. Ακολούθησε σπουδές Νομικής και Πολιτικών Επιστημών και ανακηρύχθηκε το 1923 διδάκτωρ του Πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργης. Στη συνέχεια, επέστρεψε στην Ελλάδα και το 1925 έγινε μέλος της Εταιρείας Κοινωνικών Επιστημών. Εργάστηκε ως δικηγόρος μέχρι τον Νοέμβριο του 1926, οπότε διορίστηκε Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας έως τον Αύγουστο του επόμενου έτους στην οικουμενική κυβέρνηση του Αλέξανδρου Ζαΐμη. Ο Παν. Κανελλόπουλος εξελέγη το 1929 υφηγητής Κοινωνιολογίας στη Νομική Σχολή Αθηνών και το 1933 ανέλαβε την ομώνυμη έδρα. Προηγουμένως, τον Μάιο του 1930, είχε αναλάβει κυβερνητικός αντιπρόσωπος της Ελλάδας στη συνδιάσκεψη Εργασίας στη Γενεύη και τον Δεκέμβριο του 1932 είχε διατελέσει γενικός γραμματέας στο Υπουργείο Παιδείας. Τον Δεκέμβριο του 1934 εξελέγη πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΙΚΑ), θέση από την οποία παραιτήθηκε τον Σεπτέμβριο του 1935 προκειμένου να πολιτευθεί.
Το καλοκαίρι του 1935, ο Παν. Κανελλόπουλος έκανε την πρώτη δημόσια πολιτική του παρέμβαση με σειρά άρθρων στην εφημερίδα Ακρόπολις υπέρ της αβασίλευτης δημοκρατίας, ενώ παραιτήθηκε από την πανεπιστημιακή του έδρα, μετά την παλινόρθωση του Γεωργίου το φθινόπωρο του ίδιου έτους, αρνούμενος να ορκιστεί πίστη στον βασιλιά. Στις 15 Δεκεμβρίου 1935 ίδρυσε το Εθνικό Ενωτικό Κόμμα (ΕΕΚ), με το οποίο πολιτεύθηκε στις εκλογές του 1936 ως υποψήφιος στις περιφέρειες πρώην Δήμου Αθηναίων, πρώην Δήμου Πειραιώς και Νήσων και Αχαΐας χωρίς να εκλεγεί. Διαφώνησε δημόσια με την ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση του Ιωάννη Μεταξά και εναντιώθηκε στη συνέχεια στην επιβολή της δικτατορίας. Στις 6 Φεβρουαρίου 1937 εξορίστηκε εξαιτίας της αντιδικτατορικής του στάσης αρχικά στην Κύθνο και μετέπειτα στη Θάσο και στην Κάρυστο, όπου παρέμεινε έως την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, στις 28 Οκτωβρίου 1940.
Ο Παν. Κανελλόπουλος επανήλθε από την εξορία στην Αθήνα τον Νοέμβριο του 1940 και κατατάχθηκε ως οπλίτης στη 13η Μεραρχία Αρχιπελάγους. Στην Κατοχή παρέμεινε στην Αθήνα, όπου συγκρότησε την αντιστασιακή ομάδα «Στρατιά των σκλαβωμένων νικητών», η οποία μετεξελίχθηκε στην Πανελλήνια Ένωση Αγωνιζομένων Νέων (ΠΕΑΝ). Παράλληλα, τον Σεπτέμβριο του 1941, ανέθεσε στον Επαμεινώνδα Τσέλλο την οργάνωση μυστικής υπηρεσίας κατασκοπείας και πληροφοριών σε συνεργασία με το Βρετανικό Στρατηγείο Μέσης Ανατολής, η οποία μετεξελίχθηκε στην κατασκοπευτική οργάνωση «Όμηρος». Αρνήθηκε να υπογράψει το Πρωτόκολλο των κομμάτων τον Μάρτιο του 1942, για διεξαγωγή δημοψηφίσματος πριν την επάνοδο του βασιλιά, ζητώντας την ανάληψη ουσιαστικής δράσης από τα κόμματα. Στις 31 Μαρτίου 1942, ενώ είχε καταδικαστεί ερήμην σε θάνατο από τις ιταλικές αρχές κατοχής εξαιτίας της δράσης του, διέφυγε στη Μέση Ανατολή. Ανέλαβε αντιπρόεδρος στην εξόριστη ελληνική κυβέρνηση του Εμμανουήλ Τσουδερού, καθώς και υπουργός Εθνικής Αμύνης (2.5.1942-9.3.1943), χαρτοφυλάκιο που διατήρησε έως την εκδήλωση του στρατιωτικού κινήματος στις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις το 1943, οπότε και παραιτήθηκε. Παρέμεινε στο Κάιρο, συμμετείχε στο Συνέδριο του Λιβάνου και ανέλαβε στη συνέχεια το Υπουργείο Οικονομικών και Ανασυγκροτήσεως (8.6.1944-2.9.1944) στην κυβέρνηση που σχημάτισε ο Γ. Παπανδρέου. Λίγο πριν την Απελευθέρωση, ο Π. Κανελλόπουλος υπήρξε το πρώτο μέλος της ελληνικής εξόριστης κυβέρνησης που κατέφθασε στην απελευθερωμένη Πελοπόννησο.
Μεταπολεμικά, ανέλαβε υπουργός Ναυτικών (23.10.1944-3.1.1945) στην κυβέρνηση της Απελευθερώσεως του Γ. Παπανδρέου. Κατά τη διάρκεια της κυβερνητικής κρίσης το φθινόπωρο του 1945, ο Παν. Κανελλόπουλος σχημάτισε κυβέρνηση υπό την προεδρία του τον Νοέμβριο, αναλαμβάνοντας και υπουργός Ναυτικών (1.11.1945-22.11.1945), δεν έλαβε ωστόσο τη συγκατάθεση των άλλων πολιτικών δυνάμεων και παραιτήθηκε. Στις εκλογές του 1946 πολιτεύθηκε με το ΕΕΚ, συγκροτώντας τον συνασπισμό της Εθνικής Πολιτικής Ένωσης και εξελέγη για πρώτη φορά βουλευτής στην περιφέρεια Αχαΐας, αναλαμβάνοντας υπουργός άνευ Χαρτοφυλακίου (4.4.1946-18.4.1946) στη βραχύβια κυβέρνηση του Παναγιώτη Πουλίτσα. Στο δημοψήφισμα της 1ης Σεπτεμβρίου για το πολιτειακό ο Παν. Κανελλόπουλος κηρύχθηκε υπέρ της αβασίλευτης δημοκρατίας, αναγνώρισε ωστόσο το αποτέλεσμα και την παλινόρθωση του βασιλιά Γεωργίου. Ανέλαβε διαδοχικά υπουργός Ναυτικών (24.1.1947-17.2.1947), υπουργός Δημοσίας Τάξεως (17.2.1947-23.2.1947) και υπουργός Αεροπορίας (25.3.1947-29.8.1947) στην επτακομματική κυβέρνηση του Δημήτριου Μάξιμου. Ανέλαβε ξανά το Υπουργείο Στρατιωτικών (20.1.1949.30.6.1949) στην κυβέρνηση συνεργασίας υπό τον Θεμιστοκλή Σοφούλη, το οποίο διατήρησε και στην κυβέρνηση του Αλέξανδρου Διομήδη (30.6.1949.6.1.1950).
Στις εκλογές του 1950 πολιτεύθηκε με το ΕΕΚ, έχοντας συγκροτήσει τον συνασπισμό του Μετώπου Εθνικής Αναδημιουργίας και εξελέγη βουλευτής στην περιφέρεια Αθηνών, αναλαμβάνοντας αντιπρόεδρος του Υπουργικού Συμβουλίου και υπουργός Στρατιωτικών, Ναυτικών και Αεροπορίας (23.3.1950-3.4.1950) στη βραχύβια κυβέρνηση του Σοφοκλή Βενιζέλου. Στις 20 Ιανουαρίου 1951 συμμετείχε στη συγκρότηση του Λαϊκού Ενωτικού Κόμματος με τον Στέφανο Στεφανόπουλο και ανέλαβε την συναρχηγία, το οποίο διαλύθηκε στις 30 Ιουλίου 1951 καθώς τα στελέχη του προσχώρησαν στον Ελληνικό Συναγερμό, με τον οποίο ο Παν. Κανελλόπουλος πολιτεύθηκε και εξελέγη στις εκλογές του 1951. Επανεξελέγη στις εκλογές του 1952 με τον Ελληνικό Συναγερμό βουλευτής στην περιφέρεια Πατρών και ανέλαβε αρχικά υπουργός άνευ Χαρτοφυλακίου (19.11.1952-4.12.1952) και στη συνέχεια υπουργός Εθνικής Αμύνης (4.12.1952-6.10.1955), ενώ ανέλαβε μαζί με τον Στέφανο Στεφανόπουλο και χρέη αντιπροέδρου Υπουργικού Συμβουλίου (15.12.1954-6.10.1955) στην κυβέρνηση του Αλέξανδρου Παπάγου. Στις εκλογές του 1956 πολιτεύθηκε ως ανεξάρτητος, συνεργαζόμενος με τη νεοϊδρυθείσα Εθνική Ριζοσπαστική Ένωση (ΕΡΕ) και εξελέγη βουλευτής. Στις εκλογές του 1958 πολιτεύθηκε και εξελέγη βουλευτής συνεργαζόμενος με το Λαϊκό Κόμμα, από το οποίο αποχώρησε στις 3 Ιανουαρίου 1959, παραιτούμενος συγχρόνως από τη συναρχηγία του κόμματος (με τον Κωνσταντίνο Τσαλδάρη) και παρέμεινε ανεξάρτητος. Στις 5 Ιανουαρίου του ίδιου έτους ο Παν. Κανελλόπουλος προσχώρησε στην ΕΡΕ, αναλαμβάνοντας χρέη αντιπροέδρου (5.1.1959-20.9.1961) στην κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Στις εκλογές του 1961 εξελέγη με την ΕΡΕ και ανέλαβε αντιπρόεδρος (4.11.1961-19.6.1963) της κυβέρνησης του Κων. Καραμανλή, υπογράφοντας στις 9 Ιουλίου 1961 τη συμφωνία σύνδεσης της Ελλάδας με την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ). Στις εκλογές του 1963 επανεξελέγη βουλευτής Αχαΐας με την ΕΡΕ και στις 11 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους, μετά την αποχώρηση του Κων. Καραμανλή από την Ελλάδα, αναδείχθηκε στην ηγεσία του κόμματος. Εξελέγη και πάλι στις εκλογές του 1964 με την ΕΡΕ στην περιφέρεια Αχαΐας.
Στις 3 Απριλίου 1967 ο Π. Κανελλόπουλος σχημάτισε υπηρεσιακή κυβέρνηση με σκοπό τη διεξαγωγή εκλογών, η οποία ανατράπηκε από το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου. Ο ίδιος συνελήφθη ως πρωθυπουργός και στη συνέχεια τέθηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό από το καθεστώς. Ο Παν. Κανελλόπουλος τάχθηκε εξ αρχής ενάντια στη δικτατορίας και αποδοκίμασε δημόσια τις επαφές πρώην βουλευτών με το καθεστώς. Ένα χρόνο μετά την επιβολή της, στην επέτειο της 25ης Μαρτίου 1972, ανέλαβε την πρωτοβουλία και μαζί με 166 βουλευτές της τελευταίας βουλής και πρώην βουλευτές εξέδωσαν κοινή διακήρυξη υπέρ της αποκατάστασης της δημοκρατίας.
Μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, ο Παν. Κανελλόπουλος δεν πολιτεύθηκε στις πρώτες μεταπολιτευτικές εκλογές του Νοεμβρίου 1974. Πολιτεύθηκε στις εκλογές του 1977 ως ανεξάρτητος, συνεργαζόμενος με τη Νέα Δημοκρατία (ΝΔ) και εξελέγη βουλευτής στην περιφέρεια Αχαΐας. Στις εκλογές του 1981 συμμετείχε ως ανεξάρτητος στον συνδυασμό Επικρατείας της ΝΔ και επανεξελέγη. Το 1982 στη ψηφοφορία για την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης, ο Παν. Κανελλόπουλος υπήρξε ο μοναδικός βουλευτής της ΝΔ που παρέμεινε στην αίθουσα του Κοινοβουλίου κατά τη διάρκεια της συζήτησης και ψήφισε θετικά. Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών από το 1959, απεβίωσε στις 11 Σεπτεμβρίου 1986.